Ορισμοί
Η αναπηρία όρασης υποδηλώνει βλάβη στο οπτικό σύστημα που επηρεάζει την ικανότητα ενός ατόμου να μαθαίνει ή να συμμετέχει σε καθημερινές δραστηριότητες. Ο ορισμός αυτός περιλαμβάνει τόσο τη χαμηλή όραση όσο και την τύφλωση (Hall Lueck και Dutton, 2015).
Χαμηλή όραση
Η χαμηλή όραση, ή αλλοιώς μερική όραση, χαρακτηρίζεται από σημαντική μείωση της οπτικής ικανότητας, η οποία δεν μπορεί να διορθωθεί στο φυσιολογικό εύρος με συνήθη γυαλιά, φακούς επαφής, ιατρική θεραπεία ή χειρουργική επέμβαση (Silverstone et al., 2000). Τα άτομα με χαμηλή όραση αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εκτέλεση οπτικών εργασιών, ακόμη και με διορθωτικούς φακούς, αλλά βελτιώνουν την απόδοσή τους χρησιμοποιώντας αντισταθμιστικές στρατηγικές, βοηθητικές συσκευές και περιβαντολλογικές προσαρμογές (Corn και Koenig, 2004).
Ο όρος χαμηλή "όραση" περιλαμβάνει μία σειρά καταστάσεων που κυμαίνονται μεταξύ της φυσιολογικής όρασης και της τύφλωσης, από ήπια έως σοβαρή αναπηρία όρασης, εξαιρουμένης της ολικής τύφλωσης. Ο όρος "χαμηλή" υποδηλώνει ένα επίπεδο όρασης που είναι κάτω από το φυσιολογικό, ενώ ο όρος "όραση" τη διαφοροποιεί από την τύφλωση. Η κατάσταση αυτή μπορεί να εμποδίσει σημαντικά την ικανότητα ενός ατόμου να μαθαίνει ή να εκτελεί καθημερινές δραστηριότητες, ωστόσο επιτρέπει κάποια λειτουργική οπτική διάκριση. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO), ορίζει την χαμηλή όραση αριθμητικά ως οπτική οξύτητα μικρότερη από 20/60 (0.3). Το Διεθνές Συμβούλιο Οφθαλμολογίας (ICO), έχει προτείνει έναν λειτουργικό ορισμό: χαμηλή όραση είναι ένα επίπεδο όρασης που μπορεί να επωφεληθεί από μεγεθυντικά μέσα όπως βελτιωμένο φωτισμό και αντίθεση, καθώς και από μεθόδους υποκατάστασης της όρασης, όπως τα ομιλούντα βιβλία (Dutton και Bax, 2010; Colenbrander, 2002; WHO, 2016).
Τυφλότητα
Η τύφλωση, όπως ορίζεται από το λεξικό, αναφέρεται στην πλήρη απουσία όρασης, η οποία είναι σχετικά σπάνια. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO), ορίζει αριθμητικά την τύφλωση ως οπτική οξύτητα μικρότερη από 3/60 (20/400, 0.05). Αυτό σημαίνει ότι ένα άτομο με αυτό το επίπεδο οπτικής αναπηρίας μπορεί να δει στα 3 μέτρα ό,τι ένα άτομο με φυσιολογική όραση μπορεί να δει στα 60 μέτρα. Το Διεθνές Συμβούλιο Οφθαλμολογίας (ICO), προτείνει έναν λειτουργικό ορισμό: τύφλωση είναι μία κατάσταση κατά την οποία τα άτομα δεν έχουν καθόλου όραση ή έχουν τόσο λίγη όραση που πρέπει να βασίζονται κυρίως σε τεχνικές υποκατάστασης της όρασης, όπως τη χρήση μπαστουνιού, την ανάγνωση με τη γραφή Braille ή την ενίσχυση της ακοής τους για να πλοηγηθούν στο περιβάλλον τους (Dutton και Bax, 2010; Colenbrander, 2002; WHO, 2016).
Οφθαλμική αναπηρία όρασης
Η Οφθαλμική Αναπηρία Όρασης (ΟΑΟ), αναφέρεται στην απώλεια όρασης που προκαλείται από διαταραχές που επηρεάζουν τα μάτια ή το οπτικό νεύρο (Dutton και Bax, 2010). Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα παθήσεων που μειώνουν την ικανότητα των ματιών ή του οπτικού νεύρου να μεταδίδουν αποτελεσματικά τις οπτικές πληροφορίες στον εγκέφαλο.
Οι παθήσεις που μπορούν να οδηγήσουν σε ΟΑΟ είναι μεταξύ άλλων:
-
Καταρράκτης: Θόλωση του φακού, που οδηγεί σε μειωμένη όραση.
-
Γλαύκωμα: Αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση που προκαλεί βλάβη στο οπτικό νεύρο.
-
Εκφύλιση της ωχράς κηλίδας: Επιδείνωση του κεντρικού τμήματος του αμφιβληστροειδούς, που οδηγεί σε απώλεια της κεντρικής όρασης.
-
Διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια: Βλάβη στα αιμοφόρα αγγεία του αμφιβληστροειδούς λόγω διαβήτη.
-
Οπτική νευρίτιδα: Φλεγμονή του οπτικού νεύρου, που συχνά σχετίζεται με την σκλήρυνση κατά πλάκας.
-
Μελαχρωστική αμφιβληστροειδοπάθεια: Μία ομάδα γενικών διαταραχών που επηρεάζουν την ικανότητα του αμφιβληστροειδούς να ανταποκρίνεται στο φως (Corn και Koenig, 2004; Silverstone et al., 2000).
Η κατανόηση της συγκεκριμένης αιτίας της ΟΑΟ είναι ζωτικής σημασίας για τον καθορισμό κατάλληλων στρατηγικών θεραπείας και αντιμετώπισης για την υποστήριξη των ατόμων που επηρεάζονται.
Εγκεφαλική αναπηρία όρασης
Η Εγκεφαλική Αναπηρία Όρασης (ΕΑΟ), αναφέρεται σε δυσλειτουργία της όρασης σε παιδιά η οποία προκαλείται από βλάβη ή διαταραχές που επηρεάζουν τις οπτικές οδούς και τα κέντρα του εγκεφάλου, τα οποία περιλαμβάνουν εκείνα που είναι αρμόδια για την οπτική αντίληψη, τη γνωστική επεξεργασία και την καθοδήγηση της κίνησης (Hall Lueck και Dutton, 2015). Αυτή η πάθηση μπορεί να προκύψει από μια σειρά νευρολογικών προβλημάτων και απαιτεί εξατομικευμένες προσεγγίσεις για την υποστήριξη των παθόντων ατόμων στη μάθηση και τις καθημερινές τους δραστηριότητες.
Φλοιώδης απώλεια όρασης
Η φλοιώδης απώλεια όρασης είναι μία πάθηση η οποία προκύπτει από βλάβη ή ασθένεια που επηρεάζει έναν ή και τους δύο ινιακούς λοβούς του εγκεφάλου, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την επεξεργασία των οπτικών πληροφοριών. Η κύρια αιτία στους ενήλικες είναι συχνά ένα εγκεφαλικό επεισόδιο ή έναν εγκεφαλοαγγειακό ατύχημα (CVA) που επηρεάζει αυτές τις περιοχές. Άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν μπορεί να περιλαμβάνουν όγκους στον εγκέφαλο ή τραύμα στους ινιακούς λοβούς (Corn και Koenig, 2004).
Η φλοιώδης ή εγκεφαλική τύφλωση αναφέρεται σε μια πάθηση που οδηγεί σε σοβαρή απώλεια όρασης ή σε πλήρη έλλειψη όρασης λόγω αμφίπλευρης βλάβης των οπτικών οδών πίσω από τα έξω γονατώδη σώματα, η οποία συχνά εμφανίζεται σε συνδυασμό με βλάβη σε άλλα μέρη του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνα για την όραση (Hall Lueck και Dutton, 2015).
Αυτές οι παθήσεις μπορούν να οδηγήσουν σε σοβαρές αναπηρίες όρασης, επηρεάζοντας την ικανότητα του ανθρώπου να βλέπει, παρόλο που τα μάτια του μπορεί να λειτουργούν κανονικά.
Λειτουργικές επιπτώσεις
Οι λειτουργικές επιπτώσεις των διαφόρων οπτικών ασθενειών ή παθήσεων μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την καθημερινή ζωή και τη γενική ευημερία. Ακολουθεί μια σύντομη επισκόπηση ορισμένων κοινών παθήσεων και των λειτουργικών τους επιπτώσεων:
-
Ελλιπής οπτική ανάλυση και χαμηλή κεντρική οπτική οξύτητα: Αναφέρεται στην έλλειψη ευκρίνειας ή διαύγειας στην όραση, ιδιαίτερα στο κεντρικό τμήμα του οπτικού πεδίου. Εργασίες όπως η ευκρινής ανάγνωση μικρών εντύπων ή κειμένων, η οδήγηση, η αναγνώριση προσώπων ή η εκτέλεση λεπτομερών εργασιών μπορεί να γίνουν δύσκολες.
-
Ελλιπές οπτικό πεδίο: Αυτό σημαίνει ότι το οπτικό πεδίο είναι περιορισμένο, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται κανείς να δεί όλο το εύρος των αντικειμένων που βρίσκονται μπροστά του, συχνά με επιπτώσεις στην περιφερική όραση. Δραστηριότητες όπως η οδήγηση, η πλοήγηση σε χώρους με πολύ κόσμο και η εκτίμηση των αποστάσεων μπορεί να γίνουν δύσκολες.
-
Μειωμένη ευαισθησία μέγιστης αντίθεσης: Πρόκειται για την μειωμένη ικανότητα του οπτικού συστήματος να ανιχνεύει τις μικρότερες διαφορές στη φωτεινότητα ή στη χρωματική αντίθεση μεταξύ ενός αντικειμένου και του φόντου του.
-
Θολή, θαμπή όραση: Μια κατάσταση όπου η όραση δεν είναι καθαρή, με αποτέλεσμα τα αντικείμενα να φαίνονται ασαφή ή θολά.
-
Αχρωματοψία: Ολική απουσία αντίληψης χρωμάτων, μια κατάσταση που συνοδεύεται από ακραία ευαισθησία στο φως, νυσταγμό και χαμηλή οπτική οξύτητα.
-
Φωτοφοβία: Ακραία ευαισθησία στο φως, η οποία προκαλεί δυσφορία ή την ανάγκη να κλείσει κανείς τα μάτια σε φωτεινά περιβάλλοντα. Η συνεχής ανάγκη για προστατευτικά γυαλιά σε φωτεινές συνθήκες και η αποφυγή υπαίθριων δραστηριοτήτων κατά τη διάρκεια της ημέρας είναι ορισμένες επιπτώσεις.
-
Στραβισμός: Εσφαλμένη ευθυγράμμιση των ματιών που οδηγεί σε διπλωπία και προβλήματα αντίληψης του βάθους.
-
Αμβλυωπία: Συχνά γνωστή ως "τεμπέλικο μάτι". Η πάθηση αυτή έχει ως αποτέλεσμα να μειώνεται η όραση στο ένα μάτι επειδή ο εγκέφαλος και το μάτι δεν συνεργάζονται σωστά. Οι δραστηριότητες που απαιτούν ακριβή συντονισμό χεριού-ματιού μπορεί να γίνουν δύσκολες.
-
Νυσταγμός: Ακούσια, γρήγορη και επαναλαμβανόμενη κίνηση των ματιών που οδηγεί σε ασταθή και θολή όραση και σε προβλήματα ισορροπίας και συντονισμού.
-
Ελλείμματα του κεντρικού οπτικού πεδίου και κεντρικά σκοτώματα: Απώλεια της όρασης στο κεντρικό τμήμα του οπτικού πεδίου, που συχνά οδηγεί σε δυσκολίες στην ανάγνωση, στην αναγνώριση προσώπων και σε άλλες εργασίες που απαιτούν λεπτομερή κεντρική όραση.
-
Περιορισμένα οπτικά πεδία ή περιφερικό σκότωμα: Στένωση του συνολικού οπτικού πεδίου ή τυφλά σημεία στην περιφερική όραση που οδηγούν σε δυσκολίες στην ανίχνευση αντικειμένων ή κινήσεων εκτός της κεντρικής όρασης.
-
Δυσκολίες οπτικής αντίληψης: Δυσκολίες στην ερμηνεία, κατανόηση και επεξεργασία οπτικών πληροφοριών (Silverstone et al., 2000; Corn και Koenig, 2004).
Καθεμία από αυτές τις καταστάσεις μπορεί να έχει ιδιαίτερο αντίκτυπο στην καθημερινή ζωή, αλλά υπάρχουν διάφορες προσαρμοστικές στρατηγικές και τεχνικές διαθέσιμες για να βοηθήσουν στην διαχείριση και αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων.
Επιπτώσεις στις ΔΚΖ
Η αναπηρία όρασης μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τις Δραστηριότητες Καθημερινής Ζωής (ΔΚΖ), οι οποίες είναι οι βασικές εργασίες που χρειάζεται ο άνθρωπος για να διαχειριστεί την καθημερινή ζωή του με ανεξαρτησία. Οι δραστηριότητες της καθημερινής ζωής που επηρεάζονται από την απώλεια όρασης είναι οι εξής:
-
Αλφαβητισμός
-
Περιποίηση, καλλωπισμός και φροντίδα υγείας
-
Μαγειρική και προετοιμασία γευμάτων
-
Νοικοκυριό
-
Οικονομική διαχείριση
-
Προσανατολισμός και λειτουργική κινητικότητα
-
Αγορές και ψώνια
-
Δραστηριότητες αναψυχής και κοινωνικότητας (Silverstone et al., 2000).
Βιβλιογραφία
Colenbrander, August (2002) Visual Standards, Aspects and Ranges of Vision Loss with emphasis on Population Surveys. Sydney: International Council of Ophthalmology. Available at: https://www.researchgate.net/publication/248343777_Visual_Standards_aspects_and_ranges_of_vision_loss_with_emphasis_on_population_surveys. ( Accessed: 11 January 2025).
Corn, A.L. and Koenig, A.J. (eds) (2004) Foundations of low vision: Clinical and functional perspectives. New York: American Foundation for the Blind, AFB Press.
Dutton, G.N. and Bax, M. (eds) (2010) Visual Impairment in children due to damage to the brain. London: Mac Keith Press.
Hall Lueck, A. and Dutton, G.N. (eds) (2015) Vision and the brain. Understanding cerebral visual impairment in children. New York: American Foundation for the blind, AFB Press.
Silverstone, B., Rosenthal, B. and Lang, M. A. (eds) (2000) The Lighthouse Handbook on Vision Impairment and Vision Rehabilitation. New York: Oxford University Press.
World Health Organization (2016) International statistical classification of diseases and related health problems, 10th revision (ICD-10). Geneva: World Health Organization.
Zihl, J. and Dutton, G.N. (2015) Cerebral visual impairment in children. Visuoperceptive and visuocognitive disorders. Wien: Springer Verlag.